- καλπονοθεύω
- 1. νοθεύω το αποτέλεσμα τών εκλογών με παραβίαση τών καλπών και με προσθήκη ή αφαίρεση ψήφων2. εμφανίζω τα πράγματα ανακριβώς, πλαστογραφώ την αλήθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλπη (Ι) + νοθεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Α. Φατσέα].
Dictionary of Greek. 2013.